Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προπαλαίω — Α [παλαίω] παλεύω, αγωνίζομαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
προπαλαιώ — όω, Α [παλαιῶ] διατηρώ κάτι πολύν καιρό, ώσπου να παλιώσει … Dictionary of Greek
προπαλαίῳ — προπάλαιος very old masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)